ἀψαχούλευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀψαχούλευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀψαχούλευτος ἐπίθ. πολλαχ. ἀαχούλιφτους Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ψαχουλευτός<ψαχουλεύω.
Σημασιολογία
Ἄψαχτος 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ἄφησα τσέπη ἀψαχούλευτη πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA