ἄψαχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄψαχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄψαχτος ἐπίθ. σύνηθ. ἄψαχτους σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. ἄψαχος Σίφν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ψαχτὸς<ψάχνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἐρευνηθεὶς διὰ ψηλαφήσεως σύνηθ.: Δὲν ἄφησα τόπο ἄψαχτο. Τοὺς ἔψαξαν ὅλους, δὲν ἔμεινε κἀνεὶς ἄψαχτος. Δὲν ἔμεινε γωνιˬὰ τοῦ σπιτιˬοῦ ἄψαχτη. Συνών. ἀψαχούλευτος. β) Οὐδ. πληθ. ἄψαχτα οὐσ., τόπος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ ἐρευνήσῃ ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 1 καὶ 110: Ποιήμ. Κάλλιˬο γιˬὰ πάντα νὰ χαθῇ μέσ’ ’ς τ’ ἄψαχτα ἑνὸς λάκκου ἔνθ’ ἀν. 1 Τ᾿ ἀπάτητα ὀνειρεύομαι καὶ τ’ ἄψαχτα τοῦ κόσμου, τ’ ἄστρα ’ς τὸ χάος ἀνεύρετα χαμένα... αὐτόθ. 110. 2) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἤσκησέ τις Σίφν.: Δὲν ἥφηκα τέχνη ἄψαχτη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA