ἀψεγάδιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀψεγάδιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀψεγάδιˬαστος ἐπίθ. κοιν. ἀψιγάδιˬαστους βόρ. ἰδιώμ. ἀψϊάδιˬαστος Θήρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀψεγάδιˬαστες Σκῦρ. ἀψευγάδιˬαστος Εὔβ. (Ἀνδρων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ψεγαδιˬαστὸς<ψεγαδιˬάζω. Τὸ ἀψϊάδιˬαστος κατ’ ἀνομοιωτικὴν τροπὴν τοῦ e εἰς i πρὸ τοῦ α, καθώς καὶ δωρεὰ-δωρϊά, μεγάλος-μεάλος-μϊάλος, παιδάκι-παιάκι-πϊάκι κτλ. Ἰδ. ΝΑndriotis ἐν Ἀρχ. Θρᾳκικ. Θησ. 6 (1939, 40) 172 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Ὁ στερούμενος ἐλαττώματος κοιν.: Ἀψεγάδιˬαστο κορμί-σῶμα-φόρεμα-φουστάνι κττ. κοιν. || Ποίημ. Τῆς νεˬότης τὰ χαρίσματα ποῦ εἶν᾿ ἀψεγάδιˬαστα ὅλα, ’ς τὴ σάρκα, ’ς τὴν κορμοστασιˬά, ’ς τὴ φορεσιˬά, ’ς τὴ γύμνιˬα ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ.2 85. Συνών. ἀψεγάδιστος. 2) Ἄψογος, ἀνεπίληπτος, κοιν.: Ἀψεγάδιˬαστος ἄνθρωπος. Ἀψεγάδιˬαστη γυναῖκα. Ἀψεγάδιˬαστο κορίτσι κοιν. || Ποίημ. Καὶ ζοῦσαν ἀψεγάδιˬαστοι καὶ τρισμακαρισμένοι ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 141. Συνών. ἀκουσούρευτος. 3) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ψέγει τις ἢ ὁ μὴ τυχὼν ψόγου, ἀκατηγόρητος σύνηθ.: Αὐτὴ δὲν ἀφίνει κἀνένα ἀψεγάδιˬαστο. Συνών. ἀξόμπλιˬαστος 4.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA