γάζα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάζα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γάζα ἡ, κοιν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Γαλλ. gaze.

Σημασιολογία

1) Ὕφασμα λεπτότατον καὶ διαφανὲς ἐκ μετάξης, λίνου ἢ βάμβακος κοιν. β) Λεπτοΰφαντον κάλυμμα τῆς κεφαλῆς τῶν γυναικῶν Θήρ. Κρήτ. Στερελλ. (Καλοσκοπ.) γ) ᾿Εν τῇ φαρμακευτικῇ λευκὸν ἀραιῶς ὑφασμένον παννίον ἀποστειρωμένον, τὸ ὁποῖον ὡς ἀντισηπτικὸν χρησιμοποιεῖται ὡς ἐπίδεσμος πληγῶν κοιν. δ) Ὕφασμα λεπτὸν χρησιμοποιούμενον πρὸς καθαρισμὸν τοῦ ἐσωτερικοῦ τῶν ὅπλων Κάρπ. 2) Ρύπος, ἀκαθαρσία Λέσβ. Στερελλ. ('Ακαρναν.) 3) Καπνιὰ σχηματιζομένη ἐντὸς τῆς καπνοδόχου Σκῦρ. Συνών. ἄζα 1. καπνιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/