ἀρρωστίλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρρωστίλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀρρωστίλα ἡ, Πελοπν. (Λακων. Μάν.) -Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄρρωστος καὶ τῆς καταλ -ίλα.

Σημασιολογία

Ἡ ἱδιάζουσα τοῦ ἀσθενοῦς κατάστασις: Φρ. Μυρίζει ἀρρωστίλα (φαίνεται πῶς εἶναι ἄρρωστος) Λεξ. Δημητρ. Μυρίζει ἀρρωστίλας Συνών. ἀρρωστουλέα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/