γαζέλιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαζέλιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαζέλˬια τά, Καππ. γαζλ Πόντ. (Χαλδ.) γαζάλιˬα Καππ. (Σινασσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gazel.
Σημασιολογία
Τὰ κατὰ τὸ φθινόπωρον καταπίπτοντα ἐκ τῶν δένδρων ξηρὰ φύλλα τῶν δένδρων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA