ἀρρώτητα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρρώτητα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀρρώτητα ἐπίρρ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἀρρώτιχτα Κάρπ. Σύμ. - ΚΠαλαμ. Παράκαιρ. 133 ἀρρώτιγα Πελοπν. (Μάν. Τρίκκ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀρρώτητος.

Σημασιολογία

1) Χωρὶς ἐρώτησιν ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Ἀρρώτητα κιˬ ἀρρήματα Οἰν. 2) Χωρὶς ἄδειαν ἔνθ’ ἀν.: Μπαίνει ἀρρώτητα. Τὸ πῆρε ἀρρώτητα πολλαχ. Ἀρρώτιχτα μπαίνει-βγαίνει Κάρπ. | Ποίημ. Μιˬὰ κορώνα μοῦ τ᾽ ἄγγιξε ἀρρώτιχτα | τ’ἄγγιχτό μου τὸ μέτωπο ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀναρώτητα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/