ἄνοστα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄνοστα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄνοστα ἐπίρρ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄνοστος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.

Σημασιολογία

Ἀηδῶς ἢ χωρὶς ὄρεξιν, χωρὶς προθυμίαν ἔνθ’ ἀν.: Γελᾷ-μιλεῖ-τρώγει ἄνοστα κοιν. Ἄνοστα ἄνοστα συντών’ (ὁμιλεῖ.) Τραπ. Συνών. ἄναλα, ἀντίθ. νόστιμα. Πβ. ἄγνωμα 1β, ἀνόρεξα 2, ἀνόρεχτα 1β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/