ἀρρώτητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρρώτητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρρώτητος ἐπίθ. πολλαχ. ἀρρώτιγος Πελοπν. (Μάν.)-Λεξ. Δημητρ. ἀρρώτ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ρωτητὸς < ρωτῶ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐρωτηθεὶς ἢ ὁ μὴ ἐρωτώμενος ἔνθ’ ἀν.: Ἀρρώτητος καταδικάστηκε πολλαχ. Ἀρρώτ᾽γους ἦταν αὐτὸς ποῦ εἶχε τοὺ μπλάρ’ (μουλάρι) Αίτωλ. Συνών. ἀναρὠτητος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA