γιˬαουρτοπυτιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαουρτοπυτιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιˬαουρτοπυτιˬὰ ἡ, ἐνιαχ. γιαουρτουπ’τιὰ Ἤπ. (Κουκούλ.) Θεσσ. (Δομοκ.) Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) γιˬαργουτοπυτιὰ Πελοπν. (Δίβρ. Μεσσην. Τριφυλ.) διˬαουρτοπυτιὰ Στερελλ. (Δεσφ.) διαουρτουπ’τιὰ Ἤπ. (Κουκούλ.) Θεσσ. (Δομοκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γιˬαούρτι, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ οἱ τύπ. διˬαούρτ’ καὶ γιˬαργούτη, καὶ πυτιˬά.
Σημασιολογία
Ἡ ζύμη ἡ χρησιμοποιουμένη πρὸς παρασκευὴν τοῦ γιˬαουρτιˬοῦ, ἡ ὁποία εἷναι εἴτε μικρὰ ποσότης ἑτοίμου γιˬαουρτιˬοῦ εἴτε χημικὸν παρασκεύασμα ἔνθ’ ἀν.: Κενώνουν τὸ γάλα ᾽ς τὰ βεδούριˬα, βάνουν καὶ γιˬαουρτοπυτιˬὰ καὶ τὸ πήζουν γιˬαούρτη Δ. Λουκόπ., Ποιμεν. Ρούμελ., 131 Θὰ σοῦ στείλω ’κεῖν’το τὸ νιˬάκαρο νἀ dοῦ δώσῃς ᾿ς τὸ ποτήρι λίγιˬα γιαργουτοπυτιὰ νὰ πήξω λίγο γάλα (νιάκαρο = πολυ μικρὸ παιδὶ) Πελοπν. (Τριφυλ.) Βάστα κὶ λίγου διαουρτουπ’τιὰ Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἔχεις λίγια γιαργουτοπυτιὰ νὰ πήξουμε γιˬαργούτη; Πελοπν. (Δίβρ.) Συνών. γιˬαουρτάρι, γιˬαουρτομαγιˬά, γιˬαουρτόσπορος, μαγιˬά, πυτιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA