γαιˬδουραγγουρεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαιˬδουραγγουρεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γαιˬδουραγγουρˬεὰ ἡ, Λεξ. Δημητρ. γαιˬδαραγγουρεˬὰ Λεξ. ΠΓενναδ. 299 Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γαιˬδούρι καὶ ἀγγουρεˬά. Τὸ γαιˬδαραγγουρεˬὰ κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ γάιδαρος.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν ἀγριαγγουρεˬά, ὃ ἰδ. Συνών. πικραγγουρεˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/