γιˬαουρτχανᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαουρτχανᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬαουρτχανᾶς ὁ, Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) γιˬαγουρχανᾶς Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) γιˬαουρχανᾶς Θρᾴκ. (Τσανδ.) γιˬουρτχανᾶς Θρᾴκ. (Καλλικράτ. Σκοπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yogurthane.
Σημασιολογία
Οἴκημα ὅπου παρασκευάζεται γιˬαούρτι ἔνθ’ ἀν.: Ὁ κάθε γιˬουρτχανᾶς ἔκαμνε τετρακόσες, ὀχτακόσες καραβάνες, ποὺ ἔβαζε καθεμιὰ πεντέμιση ὀκάδες Θράκ. (Καλλικράτ.) Παίρναμε καὶ τὸ βραδινὸ καὶ τὸ πρωϊνὸ γάλα, τὰ πηγαίναμε ’ς τὸ γιˬαουρχανᾶ, ὅπου τεχνίτες τὀ ᾽καναν γιˬαούρτι Θρᾴκ. (Τσανδ.) Συνών. γιˬαουρτάδικο, γιˬαουρτσήδικο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA