ἀρσενικεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρσενικεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρσενικεύω (Ι) Πάρ. ἀρσενικεύγω Πάρ. ἀρνικεύω Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀρσενικός, παρ’ ὃ καὶ ἀρνικός.
Σημασιολογία
1) Ὀργῶ πρὸς συνουσίαν, βινητιῶ Πόντ. (Κερασ. Κοτὐωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Συνών. *ἀρσενικίζω (Ι), καυλώνω. 2) Καθίσταμαι ἄτακτος, ἀνήσυχος, ζωηρὸς Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀοῦτο τὸ παιδὶν ἐρνίκεψεν Τραπ. 3) Ἐπιδίδω, αὐξάνομαι ἄνευ καρποφορίας, ἐπὶ φυτῶν Πάρ.: Ἀρσενίκεψε τὸ bαbάκι – τὸ σουσάμι καὶ δὲν ἔκαμε τίποτε. Ἄρσενίκεψαν οἱ dομάτες. Συνών. ἀρσενικιˬάζω. 4) Καθίσταμαι ἄγονος ὑπερπαχυνθείς, ἐπὶ θήλεος ζῴου Παρ Πβ. ἀρσενικώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA