γαιˬδουράγκαθο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαιˬδουράγκαθο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαˬιδουράγκαθο τό, σύνηθ. γαιˬδ’ράγκαθου βόρ. ἰδιωμ. γαιˬδουράgαθο πολλαχ. γαιˬδουράgθου πολλαχ. βόρ. ἰδιωμ. γαδουράγκαθ-θον Κῶς γαδουράγκαθ-θουν Λυκ. (Λιβύσσ.) γαδουράγκαθο Θήρ. Λέρ. Μῆλ. Σέριφ. Σίφν κ.ἀ. γαδ’ράgαθου Μακεδ. (Χαλκιδ.) ’αδουράgαθο Νάξ (᾿Απύρανθ.) γαιˬδαράγκαθο πολλαχ. γαιˬδαράγκαθου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γαδαράγκαθο Λεξ. Βερ 149 γαδαράγκαθου Θρᾴκ. (Αἶν.) κ.ἀ. γαουράγκαθ-θον Κῶς.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γαιˬδούρι καὶ ἀγκάθι. Τὸ γαιˬδαράγκαθο κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ γάιδαρος.

Σημασιολογία

Εἴδη ἀκανθοφύλλων φυτῶν τῆς δημώδους οἰκογενείας τῶν ἀγκαθιˬῶν, προσφιλὴς τροφὴ τῶν ὄνων, συνών. γομαράγκαθο 1) Τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae), ὡς εἴδη νάρδου (nardus), εἴδη ὀνοπόρδου (onopordun) καὶ ἰδίως ὀνόπορδον τὸ Ἰλλυρικὸν (onopordum Illyricum), νοτόβασις ἡ Συριακὴ (notobasis Syriaca), συνών. ἀνάλατος Β1 γομαράγκαθο, κουφάγκαθο, κίρσιον τὸ Κρητικὸν (cirsium Creticum), καρνιλία ἡ κορυβανθὴς (carlina corymbasa) καὶ ἰδίως σκόλυμος ὁ Ἱσπανικὸς (scolymus Hispanicus), συνών. ἀγκάβανος. 2) Τῆς τάξεως τῶν σκιαδοφόρων (umbrelliferae) ἠρύγγιον τὸ ἀρουραῖον (eryngium campestre). Συνών. ἀγκαθεˬὰ 4, τῆς ἀγάπης τὸ βοτάνι, ἄσπαρτος 3, μοσκάγκαθο, φιδάγκαθο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/