γαιˬδουράνθρωπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαιˬδουράνθρωπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γαˬιδουράνθρωπος ὁ, κοιν. γαιˬδουράνθρουπους βόρ. ἰδιώμ. γααράνθρωπος Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γαιˬδούρι καὶ ἄνθρωπος.

Σημασιολογία

Ἄνθρωπος χωρὶς ἀνατροφὴν ἔχων βαναύσους καὶ ἀγροίκους τρόπους, σκαιός, χυδαῖος: Φρ. Εἶναι κιˬ ἄνθρωποι βασιλάνθρωποι, εἶναι καὶ οἱ γαιˬδουράνθρωποι ἀγν. τόπ. Συνών. γαιˬδαράτσος 2. γάιδαρος Β3, γαιˬδούρακας, γαιˬδουραναθρεμμένος, γαιˬδουραρᾶς, γαιˬδουρᾶς, γαιˬδούρι 5.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/