ἁψιδώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁψιδώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἁψιδώνω Θρᾴκ. (Περίστασ.) –Λεξ. Δημητρ. ἁψιδώνου Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ρ. ἁψιδοῦμαι.
Σημασιολογία
1) Βάλλω ἁψῖδας εἰς τροχὸν τῆς ἁμάξης Θρᾴκ. (Αἶν.) 2) Κάμνω τι ἁψιδωτὸν Θρᾴκ. (Περίστασ.) –Λεξ. Δημητρ.: Ἁψιδώνω τὴν ἐξώπορτα Λεξ. Δημητρ. Ἁψιδωμένη βεράντα-πρόσοψι Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA