γαˬιδουρήσιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαˬιδουρήσιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαˬιδουρήσιˬος ἐπίθ. σύνηθ. γαιˬδουρήιˬος Πελοπν. (Τρίκκ. κ.ἀ.) γαιˬδουρήσιˬους βόρ. ἰδιώμ. γαιˬδ’ρήιˬους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γαδουρήσιˬος Νάξ. (Γαλανᾶδ.) κ.ἀ. γαιˬδουρέιˬος Πόντ. (Σινώπ) ᾿αδουρνήσος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γαδαρήσκιˬος Κῶς γαουρήσκιˬος Κῶς ᾿αδαρήσος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾽αδουρήσος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γαιˬδούρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ήσιˬος. Ὁ τύπ. γαδαρήσκιˬος ἐκ τοῦ ἀμαρτ. μεταβατικοῦ τύπ. γαδαρήσιˬος κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ γάιδαρος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐξ ὄνου προερχόμενος σύνηθ.: γαιˬδουρήσιˬο γάλα - κρέας - τομάρι κττ. β) Ὁ ἐξ ὄνου γεννηθεὶς Νάξ͵ (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ.): γαδουρήσιˬο μουλάρι (ἡμίονος ἐκ θηλείας ὄνου) Γαλανᾶδ. 2) Ὁ εἰς ὄνον ἀνήκων Πελοπν. (Τρίκκ.): γαιˬδουρήιˬο φόρτωμα (ὅσον δύναται νὰ φέρῃ ὁ ὄνος). 3) Ὁ εἰς ὄνον ἁρμόζων σύνηθ. καὶ Πόντ. (Σινώπ): γαιˬδουρήσιˬο γινάτι - πεῖσμα - φέρσιμο κττ. γαιˬδουρήσιˬα μούρη. Πβ. γαιˬδουρένιˬος, γαιˬδουρινός, γαιˬδουρίτικος, γαιˬδουρίτσινος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA