γαˬιδούρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαˬιδούρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαˬιδούρι τό. κοιν. γαιˬδούρ’ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) γαδιˬούρι Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) gαιˬdούρ’ Καππ. (Ἀραβάν. Οὐλαγ.) καιˬdούρ’ Καππ. (Ἀραβάν. Μαλακ. Φλογ.) γαιˬdοὺ Καππ. (Φερτ.) γαιˬδίρι Καππ. (Φάρασ.) γαιˬδίρ’ Πόντ. (Χαλδ.) γαιˬρίδι Καππ. (Φάρασ.) γαδούριν Κύπρ. γαδούρι Ἰων. (Κρήν.) Κίμωλ. Ρόδ. κ.ἀ. γαδούρ’ Θρᾴκ. (Μαρών.) Λέσβ. Σκῦρ. κ.ἀ. γαούριν Κύπρ. γαούρι Κῶς Χίος ‘αδούρι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γαρούδιν ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 13, 179 γαρούιν Χίος γαιˬδάρι Πελοπν. (Καλάβρυτ) gαιˬdάρι Καλαβρ. (Μπόβ.) γαδάρ’ Θρᾴκ. (Αἰν.) Γενικ. γαιˬδουροῦ Καππ. (Ἀραβάν.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. γαιˬδούριν. Καὶ ὁ τύπ. γαδούριν μεσν. Τὸ γαρούδιν κατὰ μετάθεσιν. Τὸ γαιˬδάρι καὶ μεταγν. Πβ. γάιδαρος.
Σημασιολογία
1) Γάιδαρος 1, ὃ ἰδ., κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν. Μαλακ. Οὐλαγ. Φάρασ. Φερτ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.): Φρ. Δουλεύει σὰ γαιˬδούρι (ἐπὶ τοῦ ἐργαζομένου ἐπιμόχθως) κοιν. || Παροιμ. Γαιˬδούρι πῆγε, γάιδαρος γύρισε (ἐπὶ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος ἂν καὶ ἐξενιτεύθη ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἀγροῖκος) Πελοπν. (Κλουτσινοχ.) Τόνε βάλανε ᾿ς τὸ γαιˬδούρι (τὸν κατῄσχυναν δημοσίᾳ) Πελοπν. Τὸν ἔ’ γαιˬδούρ’ κιˬ ἄλογο (ἐπὶ τοῦ ἐπιφορτίζοντός τινα μὲ πᾶσαν ἐργασίαν χωρὶς καὶ νὰ τὸν ἀμείβῃ ἀναλόγως) Θρᾴκ. Σὰ γαιˬδούρ' μὶ σέλλα (ἐπὶ τοῦ φοροῦντος ἔνδυμα μὴ ἁρμόζον εἰς αὐτὸν) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Τοῦ γαιˬδούρ’ ὅσου νὰ τοὺ δείρ’ς ἀνάγ’ δὲν ἔ᾽ (ἐπὶ ἀνθρώπου ὰναισθήτου καὶ ἀδιαντρόπου ἀδιαφοροῦντος διὰ τὰς γινομένας εἰς αὑτὸν παρατηρήσεις ἢ ἐπιτιμήσεις) Στερελλ. (Αἰτωλ.) 2) Ὑποστήριγμα βαστάζον ἐπιτιθέμενον βάρος Σύμ. 3) Παιδιὰ Στερελλ. (Λαμ.) 4) Ἐπιθετικ. ἄνοστος εἰς τὴν γεῦσιν Πελοπν. (Ἀρκαδ.): Τὸ φαεῖ εἶναι γαιˬδούρι. 5) Μετων. ἄνθρωπος ἀγενής, ἀγροῖκος, βάναυσος κοιν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. γαιˬδουράνθρωπος. Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA