ἁψίκλωστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁψίκλωστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁψίκλωστος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ἐπιθ. ἁψὺς καὶ κλωστός.
Σημασιολογία
Ὁ πυκνῶς κλωσμένος, ἐπὶ νήματος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA