γαˬιδουρˬιακὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαˬιδουρˬιακὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαˬιδουρˬιακὸς ἐπίθ. γαιˬδουρκὸς Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γαιˬδούρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ιˬακός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἁρμόζων εἰς ὄνον, ἀπρεπής, χονδροειδής. 2) Μεγαλύτερος τοῦ συνήθους: γαιˬδουρκὸν πουράδιν (ποδάρι) 3) Οὐδ. οὐσ., μέγα πέος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA