ἁψιμάδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁψιμάδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁψιμάδι τό, ἀμάρτ. ἁψιμάδ’ Πόντ. (Ἀμισ. Ὄφ.) ἁψουμάδ’ Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἅψιμο καὶ τῆς καταλ –άδι.
Σημασιολογία
1) Σπινθὴρ. Πόντ. (Σάντ.) 2) Ἡ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ καιομένου ξύλου παραγομένη τέφρα Πόντ. (Ἀμισ. Ὄφ.): Τίναξο τὸ δαυλὶ ἄς ροΐζ’ τ’ ἁψιμἀδ’ Ὄφ. Συνών. ἁψιμήτρα 3, ἁψιμίτσα 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA