ἀνότιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνότιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνότιστος ἐπίθ. πολλαχ. ἀνότιστους ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀνότιγος Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀνότιστος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ὑγρανθεὶς πολλαχ.: Ἀνότιστο παννὶ Πελοπν. (Γαργαλ.) Καπνὸς ἀνότιστος Θρᾴκ. Ἀλάτι ἀνότιστο αὐτόθ. Μαλλιˬὰ νοτισμένα κι ἀνότιστα αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA