γαˬιδουρινὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαˬιδουρινὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

γαˬιδουρινὰ ἐπίρρ. κοιν. γαιˬδουρ’νὰ βόρ. ἰδιώμ. γαδουρινὰ Θήρ. Κῶς Μῆλ. Σίφν. κ.ἀ. γαουρινὰ Κάρπ. Κύπρ. γαιˬδαρινὰ ΙΜανιάρ. Σφίγξ 32 γαδαρινὰ Μεγίστ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γαιˬδουρινός.

Σημασιολογία

1) Κατὰ τὸν τρόπον τῶν ὄνων κοιν.: Φρ. Ἔφαγε γαιˬδουρινὰ (ὑπερβολικὰ) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σηλυβρ.) || Γνωμ. Ὅπο͜ιος πονεῖ γαιˬδουρινὰ φωνάζει πολλαχ. Συνων. *γαιˬδουρίσιμα. 2) Ἀπρεπῶς, ἀγενῶς κοιν.: Τοῦ φέρεται γαιˬδουριˬνὰ Συνών. γαιˬδουρίτικα. 3) Καθὼς ἁρμόζει εἰς ὄνον Μῆλ.: Φρ. Τὸνε ράβδισε γαιˬδουρινὰ (ἁπανθρώπως, σκαιῶς).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/