γαˬιδουρὶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαˬιδουρὶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γαˬιδουρὶς ἐπίθ. ἀμάρτ. Οὐδ. γαιˬδουρὶ ΠΝιρβάν. ἐν Ν.Ἑστ. 18 (1935) 1038.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γαιˬδούρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίς.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ὄνου ἢ ὁ ὁμοιάζων πρὸς τὸ χρῶμα τοῦ ὄνου: Χρῶμα γκρίζο γαιˬδουρί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/