ἀνόψιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνόψιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνόψιˬαστος ἐπίθ. ἀνόαστος Ἤπ. (Ζίτσ.) ἀόψιαστους Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ὀψιˬαστὸς<*ὀψιˬάζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἔχων καλὴν ὄψιν, ζωηρὸν χρῶμα ἔνθ’ ἀν. (α) Ἐπὶ ἀνθρώπου: Ἀόψιˬαστ᾿ ’ναῖκα Ζαγόρ. (β) Ἐπὶ ἄρτου: ψωμὶ ἀνόαστο Ζίτσ. Συνών. ἄνοψος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA