ἁψιμοκόλουθο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁψιμοκόλουθο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁψιμοκόλοθο τό, Πόντ. (Κοτύωρ.) ἁψουμοκόλοθον Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἅψιμο καὶ κολόθι.

Σημασιολογία

1) Ἀρτίσκος ψηνόμενος ἐν τῇ ἑστίᾳ Πόντ. (Κοτύωρ.) Πβ. ἀθόπιττα 1. ἀχυλιˬόπιττα. 2) Μεταφ. παῖς ἀνήσυχος, διαρκῶς κλαυθμυρίζων Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ): Ὥσταν ἔσ’νε μωρό, ντ᾽ ἅψιμοκόλοθο ἔσ’νε! (ὅταν ἤσουν μωρό, τί κλαψιάρικο ἤσουν! Ὁ ἁρκτικὸς τόνος διὰ τὸ προηγούμενον ἐρωτηματικὸν ντό;) Κοτύωρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/