γαˬιδουροβλέπης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαˬιδουροβλέπης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γαˬιδουροβλέπης ὁ, ἀμάρτ. γαουροβλέπης Κάλυμν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γαιˬδούρι καὶ τοῦ ρ. βλέπω.

Σημασιολογία

Ὁ ἐπιβλέπων, ὁ ἐπιτηρῶν τὸν ὄνον: Γνωμ. Παρὰ γαουροβλέπης κάλλιˬο γαουροδήτης (προτιμότερον νὰ ἔχῃ τις τὸν ὄνον του δεμένον διὰ νὰ μὴ τὸν χάσῃ παρὰ λυμένον καὶ νὰ τὸν ἐπιτηρῇ καὶ γενικῶς νὰ εἶναί τις προνοητικὸς πρὸς ἀποφυγὴν ἐνοχλήσεων καὶ ταλαιπωριῶν). Πβ. γαιˬδουροδέτης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/