ἀνταγναντιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνταγναντιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνταγναντιˬάζω ἀμάρτ ἀdιγναδιˬάζω Ἀντίπαρ. Πάρ. (Λεῦκ. Παροικ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. ἀγναντιˬάζω, παρ’ ὃ καὶ ᾿γναδιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Βλέπω τινὰ ἀπέναντι, ἀντικρὺ ἔνθ’ ἀν.: Σὲ ἀdεγνάδιˬασα Ἀντίπαρ. Τὸν ἀdιγνάδιˬασα τσαὶ τὸν εἶδα Παροικ. Συνών. ἀγναντιˬάζω 1. 2) Φθάνω, ἔρχομαι ἀπέναντί τινος Πάρ.: Ἇσμ. Κι ὅτε ἀdιγναδιάσανε ἐbρὸς ᾽ς τὸν ἅγιο-Γεώργι, ἔλε͜ιωσ’ ὁ νεˬὸς ’σὰν τὸ κερὶ κ’ ἔσβησε ’σὰν λαμπάδα
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA