ἀρσίζικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρσίζικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρσίζικος ἐπίθ. Ἀθῆν. Εὔβ. (Κονίστρ.) Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) κ.ἀ. -Λεξ. Κομ. Λάουνδ. ἀρσίικους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀζίζικος Πελοπν. (Καλάβρυτ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρσίζικο οὐδ. τοῦ ἐπιθ. ἀρσίζης. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Τοῦ ἀρσιικους ἀπεβλήθη τὸ ζ κατ᾽ ἀνομ.

Σημασιολογία

1)Ἀρσίζης 1, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ἀν. 2) Ἀρσίζης 1β, ὃ ἰδ., Εὔβ. (Κονίστρ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.): Δὲν ντρέπεσαι, ἀρσίζιτσε! Κονίστρ. 3) Ἀρσίζης 1 δ, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: ᾽Αρσίζικος λόος Ἀπύρανθ. Λόγιˬα ἀρσίζικα Κονίστρ. Ἀρχίξετε πάλι τ᾽ ἀρσίζικα (ἐνν. λόγια) Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/