ἁψίχολος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁψίχολος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἁψίχολος ἐπίθ. Κέρκ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) ἁψιˬόχολος Ρόδ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἁψίχολος.

Σημασιολογία

Εὐέξαπτος, ὀργίλος ἔνθ’ ἀν.: Ἁψίχολος ἄνθρωπος Κέρκ. Ὄφ. Τραπ. Συνών. ὶδ. ἐν λ. ἁψίθυμος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/