γιˬαριμπώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαριμπώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬαριμπώνω Πόντ. (Σταυρ. Τραπ Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

1) Προσδίδω ἔκφρασιν ὑγρότητος, χαυνότητος εἰς τὸ βλέμμα ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐγιˬαρίμπωσεν τ’ ὀμμάτ ’τ’ καὶ τερεῖ (= κοιτάζει). 2) Καταλαμβάνομαι ἀπὸ νύσταν, γλαρώνω: Ἐνύσταξεν, τ᾿ ὀμμάτα ’τ’ ἐγιˬαρίμπωσαν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/