γιˬαρίσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαρίσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬαρίσι τό, Ἰων (Βουρλ.) Σίφν. γιˬαρίσ’ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ’ι ˬαρίσι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ yaris = ἀγών.

Σημασιολογία

1) Ἅμιλλα, συναγωνισμὸς Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Ἰων (Βουρλ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Κάνουν ἕνα ’ιˬαρίσι ὅλοι μαζὶ καὶ τελειωνου dο (ἑνν. οἱ ἐργάται τὸ ἔργον των) Ἀπύρανθ. Πιˬάνω γιˬαρίσι (= ἁμιλλῶμαι, συναγωνίζομαι) Βουρλ. 2) Ἔρις Σίφν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/