ἁψοθυμιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁψοθυμιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁψοθυμιˬὰ ἡ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁψόθυμος, δι’ ὃ ἰδ. ἁψίθυμος. Τύπ. ἁψοθυμία παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ἀψοθυμάγρα, ὃ ἰδ.: ᾎσμ. Κιˬ ὁ νεˬὸς ἀ τὴν ἀσπούδιˬα dου κιˬ ἀ τὴν ἀψοθυμιˬά dου τρεῖς σαϊθθεˬὲς ἐτίναξε g’ οἱ τρεῖς φαρμακεμένες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA