ἀντάλλαγμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντάλλαγμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντάλλαγμα τό, Πόντ. (Κερασ.) ἀντάλλαγμαν Πόντ. (Κερασ.) ἀdίλλασμα Πελοπν. (Λακων.).
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀντάλλαγμα. ᾿Εν τῷ τύπ. ἀdίλλασμα ἔγινε ὑποκατάστασις τῆς προθ.
Σημασιολογία
1) Τὸ πρὸς ἀνταλλαγὴν διδόμενον Πόντ. (Κερασ.) 2) Ἐξουθένωμα, κάθαρμα (ἡ ων ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι τὰ ὑπὸ τῶν ἐξωτικῶν ἀνταλλασόμενα παιδία εἶναι καχεκτικὰ ὡς πιστεύεται. Πβ. *ἀνταλλαχτὸ ) Πελοπν. (Λακων.): Βρὲ ἀdίλλασμα!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA