ἀντάλλαγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντάλλαγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀντάλλαγος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀντάλλαβους Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.) ἀdάλλαβους Θεσσ. (Ζαγορ. Πορταρ.) ἀλλάνταβος Ἤπ. (Πωγών. κ.ἀ.) ἀλλάνταβους Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ. Κλών.) ἀναφάνταλλος Πελοπν. (Βούρβουρ.) Σκίαθ. ἀλαφάνταλλους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’λάνταβους Στερελλ. (Κλών.) ᾿λανταβὸς Πελοπν. (Γορτυν. Κερπιν.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀντάλλαγος. Πβ. Σουΐδ. «ἀντάλλαγον καλοῦσι τὸν ἀντὶ ἑτέρου ἠλλαγμένον, οὐχὶ ἄνταλλον».

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων οἰονδήποτε σωματικὸν ἐλάττωμα Ἤπ. 2) Ἀνισόρροπος Πελοπν. (Γορτυν. Κερπιν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.): Ἀφαρπάζουντι αὐτεῖ’, τό ’’ τοὺ σόι τ᾿ς, ἔν᾿ ἀλαφάντα’ ἀθρώπ’ Αἰτωλ. Ἄχ, ἀλαφάνταλλι ἄνθρουπι, δέν πά νὰ χαθῇς! αὐτόθ. Εἶνι ἀντάλλαβους ἄθρουπους! αὐτόθ. Αὐτὸς εἶναι ᾿λανταβὸς Γορτυν. Κερπιν. Συνών. παλαβός. β) Δύστροπος, πείσμων Θεσσ. (Πορταρ.) 3) Ἀπρόσεκτος, ἄτακτος Ἤπ. (Πωγών.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Στερελλ.(Αἰτωλ. Ἀρτοτ. Κλών.): Εἶναι νιˬὰ ἀναφάνταλλη, νιˬὰ σαλαιˬδὴ Βούρβουρ. Ἀλαφάνταλλους ἄνθρουπους, κἀμμίνια δ’λε͜ιὰ δὲ φκε͜ιά’ σουστὴ Αἰτωλ. Ἀλλάνταβου πιδὶ εἶν' οὐ δεῖνα αὐτόθ. Τί ἀλλάνταβσυς ἄνθρουπους εἶσι, πῆρις σβάρνα μὶ τά πουδάρια σ᾽ τοὺ πιάττου κι’ τό ᾿σπασις αὐτόθ. Μὶ πάτ’σις τοὺ πουδάρ’κὶ μὄβγαλις τοὺ νύ’, εἶσι ἀλαφάνταλλους ἄνθρουπους! αὐτόθ. Ἀλλάνταβ’ ’ναῖκα κάθι μέρα κάν’ ζ’μιˬές, σπάει πουτήριˬα, φλιτζάνιˬα αὐτόθ. Συνών. ἀκατάστατος 1, ἀντίθ. ταχτικός, φρόνιμος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/