ἀρτίρdισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρτίρdισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρτίρdισμα τό, Κύπρ. -Λεξ. Βυζ. ἀρτίρdισμαν Λυκ. (Λιβύσσ.) τίρdισμα Μεγίστ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρτιρdίζω.

Σημασιολογία

1) Αὔξησις, πολλαπλασιασμὸς Μεγίστ. Συνών. ἀβγάτισι 1. 2) Πλειοδοσία ἐν δημοσίῳ πλειστηριασμῷ Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) - Λεξ. Βυζ. Συνών. ἀβγάτισι 2, ἀβγάτισμα 2, ἀβγάτωμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/