γαˬιδουροκαβάλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαˬιδουροκαβάλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γαˬιδουροκαβάλλα ἐπίρρ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γαιˬδούρι καὶ καβάλλα.
Σημασιολογία
Ἐπὶ ὄνου ἐποχούμενος, καβαλλικεύοντας γάιδαρο: Πάει γαιˬδουροκαβάλλα. Συνών. γαιˬδουροκαβαλλαρία β, γαιˬδουροκαβαλλίκα, γαιˬδουροκαβαλλικάδα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA