ἀντάμης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντάμης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀντάμης ὁ, Ἀθῆν. Πελοπν. (Λάστ. κ.ἀ.) Χίος κ.ἀ. -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. ἀdάμης Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κωνπλ. κ.ἀ. ἀdάμ’ς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) κ.ἀ. Κλητ. ἄdαμ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Πόντ. (Χαλδ.) κ.ἀ. ἀdὰμ Κρήτ. (Σέλιν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἀραβοτουρκ. adam, τὸ ὁποῖον ἐν τῇ κλητ. παροξύνεται.
Σημασιολογία
1) Ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἄνθρωπος, ὁ καθὼς πρέπει, εὐθύς, ἀκέραιος, γενναῖος ἔνθ’ ἀν.: Αὐτὸς εἶναι ἀdάμης Σαρεκκλ. Ἀντάμης ἄνθρωπος Χίος Ἀdάμ μου! (προσφώνησις τῶν συζύγων πρὸς ἀλλήλους) Σέλιν. 2) Ὁ πρὸς ἐπίδειξιν καὶ προκλητικῶς φίλερις Ἀθῆν. -Λεξ. Δημητρ. 3) Ἡ κλητ. ὡς ἐπιφών. πρὸς δήλωσιν ἀπορίας ἢ ἀδιαφορίας Πόντ. (Χαλδ.): Ἄdαμ͵ ντό λές; Ἄdαμ κ᾿ ἐσύ!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA