γιˬαροκόφτομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαροκόφτομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬαροκόφτομαι ἀμάρτ. γιˬαροκόφτουμαι Πόντ. (Σταυρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬάρι (ΙΙ) καὶ τοῦ ρ. κόφτομαι, διὰ τὸ ὁπ. βλ. κόφτω.

Σημασιολογία

Ὑφίσταμαι καθίζησιν, κατακρημνίζομαι: Ἐγιˬαροκόφτεν τὸ χωράφ’ κ’ ἐκατῆβεν ἀφκὰ (= ἔπαθε καθίζησιν τὸ χωράφι, ἀπεκόπη καἰ ἐκύλησε κάτω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/