ἀνταμικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνταμικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνταμικὸς ἐπίθ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Ἰόνιοι Νῆσ. Πελοπν. (Κορινθ.) κ.ἀ. -Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀνταμ’κὸς Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ. Μέγα Χωρ.) ἀdαμ’κὸς Θεσσ. (Ἀιβάν. Καλαμπάκ.) Λευκ. Σάμ. ἀντάμικος Λεξ. Βλαστ. ἀντάμ’κους Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀντάμα.
Σημασιολογία
1) Γειτονικὸς Σάμ.: Δέdρα ἀdαμ’κὰ (τὰ ἐν τοῖς ἄκροις συνεφαπτομένων κτημάτων κείμενα δένδρα, τῶν ὁποίων οἱ κλάδοι συμπλέκονται). 2) Ἑταιρικός, κοινὸς Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Ἤπ. Θεσσ. (Ἀιβάν. Καλαμπάκ.) ᾿Ιόνιοι Νῆσ. Λευκ. Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ. Μέγα Χωρ.) κ.ἀ. -Λέξ. Βλαστ Πρω. Δημητρ.: Ἀνταμικὸ χωράφι Κορινθ. Κῆπους ἀνταμ’κὀς αὐτόθ. Ἔχουμ’ ἕνα βόδι ἀdαμ᾿κὸ Καλαμπάκ. Ι Παροιμ. Ἀνταμικὸ γαιˬδούρι ἢ τοῦ λύκου ἢ τοῦ ψόφου (τὸ ἑταιρικὸν κτῆμα εὐκόλως παραμελεῖται καὶ καταστρεφεται) Λεξ. Πρω. Τὸ ἀνταμ’κὸ κὶ τοὺ ἔρ’μου εἶνι ἕνα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μέγα Χωρ. Συνών. μαζικός, συντροφικός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA