ἀρτογυˬάλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρτογυˬάλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρτογυˬάλι τό, ἀμάρτ. ἀρτουγυˬά’ Μακεδ. (Σέρρ.)

Ετυμολογία

ἀρτογυˬάλι τό, ἀμάρτ. ἀρτουγυˬά’ Μακεδ. (Σέρρ.)

Σημασιολογία

Συσκευὴ ἔχουσα δύο φιάλας πλήρεις τὴν μὲν οἴνου τὴν δὲ ἐλαίου, ἡ ὁποία προσάγεται μαζὶ μὲ τοὺς πέντε ἄρτους εἰς τὴν τελετὴν τῆς ἀρτοκλασίας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/