ἀντάμικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντάμικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀντάμικος ἐπίθ. Ἀθῆν. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ.–ΓΣουρῆ Ρωμ. ἀριθμ. 4 ΚΒάρναλ. ἐν Ἀνθολογ. Η’Αποστολίδ. 30 -Λεξ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀντάμης.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἰδιάζων, ἀναφερόμενος πρὸς ἀντάμην , ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἀντάμικα φερσίματα Λεξ. Πρω. Ἀντάμικα καμώματα Λεξ. Δημητρ. || Ποίημ. Τί μεγάλα πανηγύριˬα, τί ἀντάμικοι χοροὶ ΓΣουρῆς ἔνθ᾽ ἀν. Ἄι μὲ τὸ Γύφτικο ζουρνᾶ | … σῦρε σκοπὸ ἀντάμικο ΚΒαρναλ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀνταμίστικος. 2) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., ἡ γενναιότης Πελοπν. Ἀρκαδ.): Φρ. Τό ’ρριξε ’ς τ’ ἀντάμικο. Συνών. παλληκαριˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/