ἀνταμοιβεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνταμοιβεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνταμοιβεύω ἀμάρτ. ἀντιμοιβεύω Κέρκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀνταμοιβή.
Σημασιολογία
Ἀνταμείβω, βραβεύω ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Ἀγάλη ἀγάλη, μαῦρο μου, κιˬ ἂ δὲ σ’ ἀdιμοιβέψω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA