ἁψύνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁψύνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁψύνω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀψύς.

Σημασιολογία

1) Καθίσταμαι δριμὺς ἔνθ’ ἀν.: Τ᾽ ὀξίδιν ἁψύνει Κερασ. Τ’ ἄλειμμαν ἐρχίνεσεν ν᾿ ἁψύν’ Χαλδ. Τὸ βούτερον ὅσον τὸ στέκ’ ἁψύν’ Τραπ. Ὅντος ἁψύν’ τ’ ἐλᾴδ’, χαλάν’ τὸ φαεῖν Χαλδ. Συνών. ἁδρύνω 2. 2) Καθίσταμαι σφοδρὸς Πόντ. (Κερασ.): Ὁ κρύος ἕψυνεν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/