ἀντάμωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντάμωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντάμωμα τό, ἐντάμωμαν Πόντ. (Τραπ.) ἀντάμωμα σύνηθ. ἀντάμουμα βόρ. ἰδιώμ. ἀdάμουμα Θεσσ. (Ἀιβάν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνταμώνω.
Σημασιολογία
1) Σύνδεσις, συνένωσις δύο ἀντικειμένων Πόντ. (Τραπ.) Τῆ σανιδίων τ’ ἀντάμωμαν (τῶν σανίδων κτλ.) Συνών. ἀντάμωσι 1. Πβ. ἀνταμωσιˬὰ 1. 2) Συνάντησις πολλαχ.: ’Σ τὸ ἀντάμωμα τὰ λέμε καλά. ᾿Σ τ᾿ ἀντάμωμα τσακωθήκανε. || Φρ. Καλὰ ἀνταμώματα! Συνών. ἀνταμωμος, ἀντάμωσι 2, ἀνταμωσιˬὰ 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA