ἀρτοσύνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρτοσύνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀρτοσύνη ἡ, Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρτυσιˬά . Ὁ μετασχηματισμὸς ἴσως κατά τινα ἀναλογίαν.
Σημασιολογία
1) Φαγητὸν μὴ νηστήσιμον: Σήμερα εἶναι πασχαλεˬὰ καὶ τρώνε ἀρτοσύνη. 2) Τὸ προσφάγιον: Δὲν ἔχουμε τίποτε ἀρτοσύνη νὰ πάμε᾿ς τοὺς ἐργάτες. Συνών. ἄρτυμα 3, ἀρτυμή 2, ἀρτυσιˬὰ 2ς, προσφάι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA