ἀντάμωσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντάμωσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀντάμωσι ἡ, ἐντάμωσι Πόντ. (Τραπ.) ἐdάμωσι Κρήτ. καὶ ἀdάμωσι) ἀντάμωσι κοιν. ἀdάμωσι πολλαχ. ἀντάμωσ’ Μακεδ. ἀντάμουσ’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀdάμουσ’ ἐνιαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνταμώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Προσαρμογή, σύνδεσις Πόντ. (Τραπ.): Ἀπάν’ ᾿ς σοῦ σανιδίων τὴν ἐντάμωσιν ἐσῆβεν τῆ παιδί’ τὸ έρ’ ἀνάμεσα κ’ ἐπόνεσεν. Συνών. ἀντάμωμα 1 2) Συνάντησις κοιν.: Φρ. Καλὴν ἀντάμωσι! (κατὰ τὸν ἀποχωρισμὸν) κοιν. Καλὲς ἀντάμωσες! πολλαχ. Τοῦτα κὶ καλὲς ἀντάμουσες νὰ δώσ᾿ οὑ θεός! Μακεδ. (Σισάν.) Ἀφίνου γε͜ιὰ κὶ καλὴ ἀντάμουσ’! Στερελλ. (Εὐρυταν) || ᾎσμ. Πάλε καλὲς ἀντάμωσες, πάλε ν’ ἀνταμωθοῦμε ΜΛελέκ. Ἐπιδόρπ. 29. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντάμωμα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/