γαˬιδουροκαλόκαιρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαˬιδουροκαλόκαιρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαˬιδουροκαλόκαιρο τό. σύνηθ. γαιˬδ’ρουκαλόκιρου βόρ. ἰδιώμ. γαδουροκαλόκαιρο Κύθν. Σίφν. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γαιˬδούρι καὶ καλοκαίρι.
Σημασιολογία
Ἡ λίαν θερμὴ ἐποχὴ τοῦ φθινοπώρου: Τ᾿ ἁγιˬοῦ - Δημητριˬοῦ τὸ γαιˬδουροκαλόκαιρο (αἱ τελευταῖαι ἡμέραι τοῦ Ὀκτωβρίου, ὅτε γίνεται ἐνίοτε ὁ καιρὸς θερμὸς) Ἀθῆν. κ.ἀ. Συνών. γαιˬδουροζέστη 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA