ἀρτούρεμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρτούρεμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρτούρεμαν τό, Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρτουρεύω.
Σημασιολογία
Περίσσευμα, πλεόνασμα ἔνθ’ ἀν.: Τῆ παρᾶς τ’ ἀρτούρεμαν δύσκολον ἔν᾽ (τῆ παρᾶς = τῶν χρημάτων) Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA