γαˬιδουρόκαψα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαˬιδουρόκαψα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γαˬιδουρόκαψα ἡ, πολλαχ

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γαιˬδούρι καὶ κάψα.

Σημασιολογία

Μεγάλη κάψα, ὑπερβολικὴ ἀτμοσφαιρικὴ θερμότης. Συνών. γαιˬδουροζέστη 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/